Πρόθοος

Πρόθοος
Πρόθοος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρόθοος — ο, Ν [προθέω] ναυτ. τριγωνικό ιστίο που βρίσκεται πάνω από τον αρτέμονα, κν. κοντραφλόκος …   Dictionary of Greek

  • Προθόου — Πρόθοος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Προθόῳ — Πρόθοος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πρόθοον — Πρόθοος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Prothovs — PROTHŎVS, i, Gr. Πρόθοος, ου, Tenthredons Sohn, gieng mit vierzig Schiffen seiner Leute, aus Magnesia, mit vor Troja: Homer. Il. Β v. 757. & Hygin. Fab. 97. doch findet sich nicht, daß er gar große Thaten daselbst gethan habe …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • φλόκος — Ονομασία των τριγωνικών καταρτιών που βρίσκονται στον πρόβολο των καραβιών. Η λέξη είναι γαλλικής προέλευσης. Η ελληνική είναι αρτέμονας. Υπάρχουν και δύο άλλα είδη φ., η αρτεμονίδα και ο κόντρα φ. (πρόθοος). Οι φ. επινοήθηκαν το 1785 από τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”